τοξεύμασιν

τοξεύμασιν
τόξευμα
arrow
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευθυβολία — η (ΑΜ εὐθυβολία) [ευθύβολος] ευθεία βολή, ευστοχία («ἀντέβαλλον ἀκοντίοις και τοξεύμασιν ὧν ὁ σάλος τὴν εὐθυβολίαν διέστρεφεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • περιχώνω — περιχώννυμι, ΝΜΑ περικαλύπτω με χώμα, συσσωρεύω χώμα ολόγυρα σε κάτι αρχ. 1. φράζω, αποκλείω με επιχωμάτωση 2. παθ. περιχώννυμαι καλύπτομαι τελείως («περιχωσθῆναι τοῑς τοξεύμασιν» Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”